- σκάφος
- Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το θεμελιώδες τμήμα του σ., συνίσταται από διαμήκεις σειρές από λαμαρίνες συνδεμένες με το σκελετό (τρόπις, νομείς και ζυγοί της κύριας γέφυρας), ο οποίος παρέχει σ’ αυτές την αναγκαία δομική αντοχή. Στο κύτος των μεγαλύτερων πλοίων, από τη μια πλευρά στην άλλη και σε μεγάλο μέρος του μήκους, είναι τοποθετημένες άλλες σειρές λαμαρινών που αποτελούν ένα στεγανό εσωτερικό επίρραμμα, παράλληλο με το εξωτερικό· ο χώρος που περιλαμβάνεται μεταξύ των δύο αυτών (γενικά 1-1,5 μ.) λέγεται διπλοκύτος. Το ενδιάμεσο αυτό κενό, χρήσιμο σε περίπτωση όχι σοβαρής παράταξης γιατί εμποδίζει την κατάκλυση των από πάνω τμημάτων, μπορεί να είναι γεμάτο με καύσιμα ή νερό έρματος.
Το σ. ενός πλοίου υπόκειται σε στατικές και δυναμικές πιέσεις, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες, όπως είναι η εγκάρσια υδροδυναμική πίεση που ασκεί το νερό στο εξωτερικό επίρραμμα ή οι πιέσεις, που δημιουργούνται από τις διαφορές μεταξύ βάρους και ώσης στις διάφορες ζώνες του σκάφους. Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται σε συγκεντρώσεις βαρών, όπως π.χ. γίνεται συνήθως στις ζώνες της πλώρης και της πρύμης που, εξαιτίας του αστεροειδούς σχήματος τους, δημιουργούν, κάτω από κανονικές θαλάσσιες συνθήκες, μια σχετικά μέτρια ώση. Αξιοσημείωτες τοπικές διαφορές μεταξύ ώσης και βάρους παρατηρούνται ιδιαίτερα όταν, σε τρικυμιώδη θάλασσα στην πλώρη ή στην πρύμη, το πλοίο στηρίζεται σ’ ένα κύμα με το κεντρικό του τμήμα ή όταν η ζώνη αυτή βρίσκεται στην κοιλότητα μεταξύ δύο κυμάτων· π.χ. στη δεύτερη αυτή περίπτωση η πλώρη και η πρύμη, πολύ βυθισμένες, προκαλούν αξιοσημείωτη ώση, ενώ η κεντρική ζώνη του πλοίου δέχεται από το νερό που την περιβάλλει ανεπαρκές «στήριγμα», σε σχέση με το βάρος του. Όπως είναι φανερό, προπάντων σε τέτοιες περιπτώσεις, οι διαμήκεις δομές του σ. υπόκεινται ταυτόχρονα σε έλξεις και συμπιέσεις πολύ ισχυρές. Εκτός από τις δυνάμεις αυτές, κατά το σχεδιασμό, είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψη μας και τις δυναμικές πιέσεις, που μπορούν να φτάσουν σε αρκετά υψηλές τιμές και οφείλονται κυρίως στον προνευστασμό (σκαμπανέβασμα), στη διατοίχηση (μπότζι), σε πιθανές μετατοπίσεις του φορτίου και, στα πολεμικά πλοία, στις εκπυρσοκρότησης των τηλεβόλων μεγάλου διαμετρήματος.
Περιπολικό σκάφος του λιμενικού σώματος (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)ὁ, ΜΑσκαφή, σκάψιμο, ανόρυξη («τότε δὴ σκάφος οὐκέτι οἰνέων» — κατάλληλος καιρός για το σκάψιμο των αμπελιών, Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών αρσ.].————————(II)το, ΝΜΑ1. σώμα κοίλο, σκαμμένο σε σχήμα σκάφης2. το κύτος, το κύριο σώμα τού πλοίου, που αποτελείται από το εξωτερικό περίβλημα, τα διαφράγματα, τα καταστρώματα, τους νομείς και τα ζυγά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα εξαρτήματά του, δηλαδή οι ιστοί, τα ιστία κ.ά. («Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.)3. συνεκδ. ολόκληρο το πλοίο (α. «τα αγγλικά πολεμικά σκάφη» β. «οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)4. φρ. α) «το σκάφος τής πολιτείας» και «τῆς πόλεως σκάφος» — η πολιτείαβ) «το σκάφος τής Εκκλησίας» και «τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ σκάφος» — η Εκκλησίανεοελλ.1. αεροσκάφος, αεροπλάνο2. διαστημόπλοιο3. φρ. «σκάφος πτερυγίου τού αφτιού»ανατ. η σκαφοειδής αύλακαμσν.-αρχ.μτφ.1. το σώμα2. ο κόσμοςαρχ.1. το κοίλωμα τού εξωτερικού αφτιού2. σκαφείο3. (κατά τον Ησύχ.) «σκάφοςπλοιάριον»4. φρ. «τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σκάφος» — να φροντίζεις για τις υποθέσεις σου χωρίς να αναμιγνύεσαι στις υποθέσεις τών άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.